βιοχημικός

βιοχημικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιοχημεία: Τα βιοχημικά εργαστήρια ερευνούν την ορθότητα των βιοχημικών αντιδράσεων.
2. ως ουσ., βιοχημικός, ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη βιοχημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βιοχημικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βιοχημεία 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. βιοχημικός, ο, η ο επιστήμονας ο ειδικός στη βιοχημεία …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • ανδροστερόνη — Στεροειδής γεννητική oρμόνη της κατηγορίας των ανδρογόνων. To 1931, ο Γερμανός βιοχημικός Άντολφ Μπούτεναντ πέτυχε την απομόνωσή της από τα αντρικά ούρα. Έχει μοριακό τύπο C19H20O2. O γιουγκοσλαβικής καταγωγής Ελβετός βιοχημικός Λέοπολντ Ρουζίσκα …   Dictionary of Greek

  • Βέντερ, Κρεγκ — (Craig Venter, Σολτ Λέικ Σίτι, ΗΠΑ 1946 –).Αμερικανός βιοχημικός. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ και συμμετείχε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, στην Καλιφόρνια, απ’ όπου έλαβε διδακτορικούς τίτλους στη… …   Dictionary of Greek

  • αλκαπτόνη — η βιοχημικός όρος που παλαιότερα δινόταν στο ομογεντισινικό* οξύ, το οποίο απομονώνεται από τα ούρα τών πασχόντων από αλκαπτονουρία. Λέγεται και αλκαπτονικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkapton ή alcapton, νόθο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • παραορμόνη — η (βιοχ.) βιοχημικός παράγοντας που δεν είναι γνήσια ορμόνη, δηλ. δεν εκκρίνεται από ενδοκρινή αδένα, αλλά μοιάζει με ορμόνη ως προς τον τρόπο που επιδρά στη λειτουργία τών κυττάρων ή οργάνων στόχων, στα οποία φθάνει μέσω τής κυκλοφορίας τού… …   Dictionary of Greek

  • φωτόλυση — η, Ν 1. φυσ. οι ασυνήθεις ή οι ανεπιθύμητες μεταβολές ή αλλοιώσεις τις οποίες προκαλούν τα φωτόνια σε διάφορα σώματα που τά απορροφούν 2. χημ. διαδικασία κατά την οποία μια χημική ένωση διασπάται σε μικρότερες μονάδες ως αποτέλεσμα απορρόφησης… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκυανίνες — Φυτικές χρωστικές ουσίες, διαλυτές στο νερό, την αλκοόλη και τον αιθέρα. Οι α. χρωματίζουν τα διάφορα μέρη του φυτού (φύλλα, πέταλα, καρπούς) με έντονα χρώματα (καφέ, κόκκινο, μοβ, πορτοκαλί κλπ.), ανάλογα με την οξύτητα ή την αλκαλικότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Άξελροντ, Τζούλιους — (Julius Axelrod, Μανχάταν, Νέα Υόρκη 1912 –). Αμερικανός βιοχημικός. Από το 1933 μέχρι το 1935 υπήρξε βοηθός στο τμήμα βακτηριολογίας της ιατρικής σχολής στη Νέα Υόρκη και έπειτα χημικός στο Εργαστήριο Βιομηχανικής Υγιεινής. To 1946 εργάστηκε στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”